πτερυγοϋπερώιος

πτερυγοϋπερώιος
-α, -ο, Ν
1. ανατ. ο σχετικός με τις πτερυγοειδείς αποφύσεις τού σφηνοειδούς οστού και με την υπερώα
2. φρ. «πτερυγοϋπερώιος πόρος» — πόρος διά μέσου τού οποίου πορεύεται ο δεύτερος κλάδος τού τριδύμου νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pterygopalatine < pterygo- (< πτέρυξ, -υγος) + palatine «υπερώιος». Η λ. μαρτυρείται απότο 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”